- αλκάδης
- ο1. άλλοτε δικαστικός λειτουργός στις ισπανικές χώρες2. σήμερα δήμαρχος στις ισπανικές χώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιότερη ισπανική λ. alcade, η οποία σήμερα εμφανίζεται με τον ίδιο τύπο alcalde. Η ισπαν. λ. από το αραβ. al-qādī «κρίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.